- ψηφοπαικτώ
- -έω, Α [ψηφοπαίκτης]1. είμαι ψηφοπαίκτης*2. φρ. «ψηφοπαικτῶ τὸ δίκαιον» — διαπράττω τεχνάσματα κατά τού δικαίου (Λυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψηφοπαικτῶ — ψηφοπαικτέω play juggling tricks pres subj act 1st sg (attic epic doric) ψηφοπαικτέω play juggling tricks pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)